- αβδελλόχορτο
- τοχόρτο τών λιβαδιών, στο οποίο αναπτύσσονται οι πλατυέλμινθες μικρό και μεγάλο δίστομο, που προκαλούν στα αιγοπρόβατα τις διστομιάσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβδέλλα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.300 μ., 448 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στις πλαγιές της Πίνδου. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας. * * * η 1. υδρόβιος δακτυλιοσκώληκας (βλ. βδέλλα) 2. κν. ονομ. με την οποία είναι γνωστή, σε ορισμένες… … Dictionary of Greek